-
1 εξωτερικό(ν)
τό1) внешний вид, внешность, наружность;δεν ελκύει το εξωτερικό(ν) του — у него непривлекательная внешность;
2) заграница;διαμένω ( — или ζω) στο εξωτερικό(ν) — жить за границей;
3) кожаная оболочка (шара); шина (колеса) -
2 εξωτερικό(ν)
τό1) внешний вид, внешность, наружность;δεν ελκύει το εξωτερικό(ν) του — у него непривлекательная внешность;
2) заграница;διαμένω ( — или ζω) στο εξωτερικό(ν) — жить за границей;
3) кожаная оболочка (шара); шина (колеса) -
3 граница
граница ж 1) (государственная ) το σύνορο 2) перен. το όριο ◇ за \границаей στο εξωτε ρικό из-за \границаы από το εξωτερικό* * *ж1) ( государственная) το σύνορο2) перен. το όριο••за грани́цей — στο εξωτερικό
из-за грани́цы — από το εξωτερικό
-
4 граница
-ы θ.1. όριο, σύνορο• μεθόριος•-ы колхоза τα σύνορα του κολχόζ•
государственная граница κρατικά σύνορα•
морская граница χωρικά ύδατα (αιγιαλίτιδα).
2. (επιτρεπόμενο) όριο•ακρινό σημείο, όριο•всему есть граница σε όλα υπάρχει όριο" не знать -иц δε λογαριάζω περιορισμούς•
сверх всяких -иц πέρα από κάθε όριο•
ставить -ы βάζω όρια (περιορίζω)’ выйти из -иц приличия βγαίνω από τα όρια της ευπρέπειας•
это переходит все -ы αυτό ξεπερνάει όλα τα όρια•
ехать за -у πηγαίνω στο εξωτερικό•
он жил за -ей αυτός ζούσε στο εξωτερικό•
она приехала из-за -ы αυτή ήρθε από το εξωτερικό.
-
5 рубеж
рубеж м 1) (государственная граница) τα σύνορα; за \рубежом στο εξωτερικό 2) воен. το όριο, η γραμμή* * *м1) ( государственная граница) τα σύνοραза рубе́жо́м — στο εξωτερικό
2) воен. το όριο, η γραμμή -
6 граница
грани́||цаж ί. τά. σύνορα, ἡ μεθόριος:государственная \граница τά σύνορα τοῦ κράτους· перейти \границацу περνάω τά σύνορα· за \границацей, за \границацу στό ἐξωτερικό· из-за\границацы ἀπό τό ἐξωτερικό·2. перен (предел) τό δριο[ν]:выйти из \границац (приличия) βγαίνω ἀπό τά δρια (τής εὐπρέπειας). -
7 рубеж
рубежм τό σύνορο[ν], τό δριο[ν]:оборонительный \рубеж ἡ ἀμυντική γραμμή· водный \рубеж τά θαλάσσια σύνορα, τό θαλάσ-σιον δριον за \рубежо́м στό ἐξωτερικό[ν]· на \рубеже́ двух эпох στό μεταίχμιο τῶν δύο ἐποχών. -
8 рубеж
-а α.1. όριο, σύνορο• η συνοριακή γραμμή•в -е соседних владений το σύνορο των γειτονικών κτημάτων.
|| μτφ. μεταίχμιο•на -е двух эпох στο μεταίχμιο δύο εποχών.
2. σύνορα κρατικά•реки являются естественными -ами τα ποτάμια είναι φυσικά σύνορα•
наши пограничники зорко охраняют наши -и οι ακρίτες μας άγρυπνα φρουρούν τα σύνορα μας.
3. (στρατ.) η γραμμή•оборонительный рубеж η αμυντική γραμμή.
εκφρ.за -ом – στο εξωτερικό (πέρα από τα σύνορα μας). -
9 сбыт
эк. η πώλησ/η, η διάθεση των προϊόντωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сбыт
-
10 шпангоут
(ав, мор.) о νομέ/αςразг. η πόστα (ξεν.), το «νεύρωμα»вспомогательный - ав. βοηθητικός -рамный - κύριος/βασικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шпангоут
-
11 вовне
вовненареч ἐξω, ἐκτός, στό ἐξωτερικό. -
12 выезжать
выезжатьнесов ἀναχωρώ, φεύγω/ μετακομίζω (из квартиры):\выезжать за город ἀναχωρώ (или φεύγω) στήν ἐξοχή· \выезжать за границу φεύγω στό ἐξωτερικό. -
13 διαρροή
η1) вытекание, утечка (жидкости); 2) проникновение воды, течь (на судне); 3) перен. утечка; просачивание (сведений, информации и т. п.);διαρροή συναλλάγματος (χρυσού) στο εξωτερικό — утечка валюты (золота) за границу;
4) перен. текучесть (рабочей силы);διαρροή στρατεύματος — массовое дезертирство из армии;
5) океанский прилив -
14 λείπω
αμετ.1) отсутствовать;ποιός λείπει; — кто отсутствует?;
2) уезжать (за границу); находиться в отъезде;δεν λείπω από το σπίτι — быть всегда дома;
ο πατέρας μου λείπει πέντε χρόνια στο εξωτερικό — мой отец находится пять лет за границей;
3) избегать, воздерживаться, уклоняться;δεν λείπει ποτέ από τίς υποχρεώσεις του — он никогда не уклоняется от своих обязанностей;
4) не хватать, недоставать;λείπουν δέκα φύλλα από το βιβλίο — в книге не хватает десять страниц;
μου λείπεις — мне тебя недостаёт;
του λείπει η φρόνηση (η πείρα) — ему не хватает благоразумия (опыта);
5) τριτοπρόσ.:λείπουν πέντε μέρες έως... — остаётся пять дней до...;
τί άλλο λείπει να κάνω; — что ещё мне остаётся делать?;
τί άλλο λείπει; — чего ещё надо, чего не хватает?;
§ (ο)λίγο[ν] έλειψε να... чуть было не...;αυτό(ς) μας ελειπε! этого (его) ещё нам не хватало!; λειψέ από το κεφάλι μου оставь меня в покое;άς μού λείπει ирон. — мне такого добра не надо;
του λείπρυν — или του λείπει — у него не все дома;
αν λείψει αυτό... если это отбросить...;λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή; — погов, разве без него обойдётся?;
λείπομαι — недоставать, не хватать;
§ εννιά λείπονται ως τα δέκα — погов, девяноста девяти до ста не хватает
-
15 abroad
[ə'bro:d]1) (in or to another country: He lived abroad for many years.) στο εξωτερικό2) (current; going around: There's a rumour abroad that she is leaving.) διάσπαρτος, διαδεδομένος -
16 overseas
['əuvəsi:z](, [ouvə'si:z] adverb across the sea; abroad: He went overseas; overseas trade.) στο εξωτερικό/υπερπόντιος -
17 tour
[tuə] 1. noun1) (a journey to several places and back: They went on a tour of Italy.) γύρος, περιήγηση2) (a visit around a particular place: He took us on a tour of the house and gardens.) επίσκεψη, ξενάγηση3) (an official period of time of work usually abroad: He did a tour of duty in Fiji.) (επαγγελματική) περιοδεία / τουρνέ/ στρατιωτική θητεία στο εξωτερικό2. verb(to go on a tour (around): to tour Europe.) περιοδεύω- tourism- tourist
- tour guide
- tourist guide -
18 вовне
επίρ.εξωτερικά, έξω, στο εξωτερικό μέρος. -
19 вывоз
-а α.1. μεταφορά έξω (σε μεταφ. μέσο)•вывоз детей на дачу μεταφορά των παιδιών στίην εξοχή (θέρετρο).
2. εξαγωγή•вывоз товаров за границу εξαγωγή εμπορευμάτων στο εξωτερικό.
-
20 годами
επίρ.1. κάμποσα χρόνια συνέχεια•он -ами живет за граничей αυτός κάμποσα χρόνια ζει στο εξωτερικό.
2. (απλ.) κάποτε, όχι κάθε χρόνο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ροκοκό — Στο διάστημα μεταξύ του τέλους του μπαρόκ και της αρχής των νεοκλασικών ιδεών, αναπτύχθηκε στη Γαλλία και διαδόθηκε στην Ευρώπη μια μορφή τέχνης με διεθνή χαρακτήρα, που αν και συνδεμένη με το μπαρόκ, σήμανε κατά κάποιο τρόπο το τέλος του. Ο όρος … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek